Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009

Πλην-τήρια

"Πλυντήριο αποφάσισα να βάλω. Όχι μόνο ένα. Δύο, ίσως τρία. Ναι, ναι, δύο, ίσως τρία. Το μουρμουρίζω τραγουδιστά, μήπως και μου κάνει κέφι να το κάνω πράξη. Να περάσω το απόγευμα, ξεχωρίζοντας λευκά και πολύχρωμα και γκρίζα. Να ξοδέψω και το βράδυ ανάμεσα σε μονότονες πλύσεις, πολύχρωμα μανταλάκια και την αμφίβολη αγωνία μήπως βρέξει κι αναγκαστώ να τα μαζεύω μες την  τρέλα ή να τα ξαναπλύνω. 
Το πήρα απόφαση: πόσο άλλο ακόμη θα φοράω τα βρώμικα ρούχα; Όλο πλένομαι, όλο πλένονται, μα, νιώθω, η βαριά αποφορά του παρελθόντος μέσα από αυτά γεμίζει το χώρο μου.... Ε, λοιπόν, ήρθε ώρα για καθάρισμα.... Σαν μια θέληση για βαρετή τάξη αλλά κι επιτακτική αναγκαιότητα, που σε πνίγει, αλλά δεν μπορείς να ξεφύγεις από αυτήν, διότι δεν μπορείς αλλιώς (δε γίνεται, όχι δεν πρέπει) ....
Αλλά και πάλι κοιτάω το απόγευμα να ξοδεύεται πίσω από το παράθυρο, ίδιο αλλά και διαφορετικό μέσα στη διαυγή σκοτεινιά του, σαν μια ανύποπτη οσμή που με κυριεύει -κι είναι η όσφρηση η πιο αδύναμη, έως ανύπαρκτη, αίσθησή μου.
Μου φαίνεται ότι θα βάλω πλυντήριο σήμερα.... κι ας είναι πάλι αύριο."

Έτσι ήταν οι σκέψεις άπρακτες, έτσι ήταν η απόφαση μισή στην αναβλητικότητά της. Πριν λίγους μήνες. Δεν ήταν ο κατάλληλος χρόνος, ο "καιρός", για τέτοιο πλύσιμο.

Αλλά, τελικά, τα έβαλα τα ρούχα σε πολλά πλην-τήρια, με εκείνη τη διαδικασία που πλήν-ει κι αφαιρεί, συχνά, τα πάντα. Όλα κομμάτι-κομμάτι, διότι το απαιτούσε η σύνθεσή τους -αν κι, ίσως, κάποια να έμοιαζαν μεταξύ τους. Και μερικά καθάρισαν αρκετά, έγιναν σχεδόν καινούρια, αλλά δεν είναι -τουλάχιστον, δεν έμειναν πολλές παλιές λάσπες. Κι ακόμη δεν έχω τελειώσει με αυτό.


Το ξέρω ότι χρειάζεται να περιμένω. Φαντάζομαι ότι κάποτε κάποια θα (ξε)καθαρίσουν και κάποια άλλα θα έχουν γίνει σαν δεύτερο δέρμα μου, απλώς για να φορτώνουν το σώμα και με τις πληγές τις ιστορίας του. Και για να δείχνουν τι μου αρέσει να φοράω και τι όχι. Διότι κι αυτό το μαθαίνει κάποιος όσο ζει....


Το σίγουρο είναι ότι μου αρέσουν τα πουκάμισα. Πάντα μου άρεσαν και δε θα τα αρνηθώ. Είχα -κι έχω- μια ντουλάπα γεμάτη. Κάποια από αυτά, εκείνα που δεν καθαρίζουν, θα πρέπει να τα πετάξω -και, μαζί τους, τα χρώματά τους.

Δε με πειράζει αυτό. Κι ούτε αναζητώ παρηγοριά. Εξάλλου, δε μου ταιριάζει κάτι τέτοιο -αυτό μου το έμαθα, δεν έχει σημασία αν (μου) το έμαθαν κι άλλοι.
Απλώς, θα συνεχίζω να μην έχω δυνατή όσφρηση.... Με αυτό έχω μάθει, χρόνια τώρα, να ζω....
Ε, κάτι είναι κι αυτό....